ομοιοπλαστικός

ομοιοπλαστικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιοπλασία
2. το θηλ. ως ουσ. η ομοιοπλαστική
ιατρ. χειρουργική επέμβαση με τη χρησιμοποίηση ομοιομοσχεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homeoplastic < ομοι(ο)-* + -πλαστικός (< πλαστός < πλάσσω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”